ὀξύθηκτος

ὀξύθηκτος
ὀξύ-θηκτος, ον,
A sharp-edged, sharp-pointed, φάσγανον, βέλος, E.Andr.1150,El.1159(lyr.): gloss on ταναηκής, Sch.Il.Oxy. 1087.63.
II of a person, goaded to passion, infuriated, S.Ant. 1301(s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …   Dictionary of Greek

  • ὀξύθηκτος — sharp edged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθήκτοις — ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθήκτῳ — ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυθηγής — ὀξυθηγής, ές (Α) οξύθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θηγής (< θήγω), πρβλ. νεο θηγής] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυθήκτωι — ὀξυθήκτῳ , ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”